Θεαγένη

Θεαγένη
Θεαγένης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Θεαγένης
masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Κύλων — I (7ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ευπατρίδης. Ήταν γαμπρός του τυράννου των Μεγάρων, Θεαγένη, και Ολυμπιονίκης του δίαυλου κατά το 640 π.Χ. Το 612 ή το 610 π.Χ. προσπάθησε να σφετεριστεί την εξουσία της Αθήνας και επιτέθηκε στην πόλη με μισθοφορικές… …   Dictionary of Greek

  • άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • απαγωγικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την απαγωγή 2. (Λογ.) «απαγωγικός συλλογισμός» συλλογισμός με την εις άτοπον απαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < απαγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

  • απλούστευση — η η πράξη του απλουστεύω, απλοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλουστεύω. Ο τ. απλούστευσις μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

  • διλημματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δίλημμα 2. αυτός που βρίσκεται σε δίλημμα 3. αυτός που περιέχει δίλημμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίλημμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

  • επισυλλογιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επισυλλογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισυλλογίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λειβαδά] …   Dictionary of Greek

  • λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… …   Dictionary of Greek

  • μυθολογία — Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού. Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”